- μανούρα
- η1. δημώδης ονομασία τού εφοπλισμού τού πλοίου, τού εξοπλισμού με όλα τα αναγκαία2. περίπλοκη κατάσταση που δημιουργεί δυσχέρεια, μπελαλοδουλειά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντόλα ή μαντούρα ή μανούρα — Έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Ανήκε στην οικογένεια του μεσαιωνικού λαούτου και ήταν σε χρήση μέχρι περίπου τον 18ο αι. Έχει αχλαδόσχημο σώμα, ενώ το πλήρες μήκος του είναι 57,5 εκ., το πλάτος 17,5 και το βάθος 8,5 εκ. Διαθέτει τέσσερα ζευγάρια… … Dictionary of Greek
μανούρι — το είδος τυριού τύπου μυζήθρας, το οποίο είναι πλούσιο σε λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. ενός όψιμου μσν. μανούρα < μανός «αραιός». Κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, από ιταλ. mano «χέρι»] … Dictionary of Greek
brânză — BRẤNZĂ, (2) brânzeturi, s.f. 1. Produs alimentar obţinut prin coagularea şi prelucrarea laptelui. ♢ expr. (fam.) A nu fi nici o brânză (de cineva) = a nu fi bun de nimic. (fam.) A nu face nici o brânză = a nu realiza nimic; a nu fi bun de nimic.… … Dicționar Român